ξηροβατικά

ξηροβατικά
τα зоол, воробьиные

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξηροβατικά" в других словарях:

  • ξηροβατικά — ξηροβατικός walking on dry ground neut nom/voc/acc pl ξηροβατικά̱ , ξηροβατικός walking on dry ground fem nom/voc/acc dual ξηροβατικά̱ , ξηροβατικός walking on dry ground fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροβατικός — ή, ό (Α ξηροβατικός, ή, όν) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών αρχ. (για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βατικός (< βάτης < βαίνω),… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»